- κλαυθμηρός
- κλαυθμηρός, -ά, -όν (Α)θρηνώδης, θρηνητικός, κλαψιάρικος, πένθιμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυθμός + επίθημα -ηρός (πρβλ. μοχθ-ηρός, οκν-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
κλαυθμηρίζω — (Α) [κλαυθμηρός] κλαυθμυρίζω*. χύνω δάκρυα, θρηνώ … Dictionary of Greek